- ταμπουρίνο
- Μικρό μουσικό όργανο που αποτελείται από ένα κυκλικό πλαίσιο από ξύλο, στην επάνω επιφάνεια του οποίου είναι καρφωμένη μια τεντωμένη μεμβράνη, ενώ μέσα σε μικρά ανοίγματα γύρω από το πλαίσιο είναι τοποθετημένα πολλά ζεύγη μικρών μεταλλικών δίσκων ή κουδουνιών, που ηχούν κρουόμενα το ένα επάνω στο άλλο σε κάθε κίνηση ή σε κάθε χτύπημα της μεμβράνης του οργάνου. Το τ. ονομάζεται και βασκικό ταμπούρο.
* * *το, Νμουσ. μικρό χειροτύμπανο που αποτελείται από μία ή δύο μεμβράνες καρφωμένες ή κολλημένες σε ρηχό κυκλικό ή πολυγωνικό πλαίσιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tambourin, υποκορ. τού tambour (βλ. ταμπούρο) < αραβ. tanbūr < περσ. tabir].
Dictionary of Greek. 2013.